- έμβαση
- η (AM ἔμβασις)1. είσοδος, το να μπαίνει κάποιος σ' έναν χώρο2. το μέρος απ' όπου μπαίνει κανείς, η μπασιάνεοελλ.ενίσχυση τόρμου ή σφήνας με αύξηση τού πάχουςαρχ.-μσν.λεκάνη λουτρούμσν.(για σιτάρι) συγκομιδήαρχ.1. επιβίβαση σε πλοίο2. βάδισμα3. τόπος κατάλληλος για λουτρό4. λουτρό, λούσιμο5. ανάληψη τής κατοχής κτήματος6. εμβάς7. οπλή.
Dictionary of Greek. 2013.